Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorrètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkorˈrɛtto]

1 εσφαλμένος
2 ανάρμοστος
3 αταίριαστος
4 ανακριβής
5 λαθεμένος
6 άπρεπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorrettezza incorrotto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)
incostituzionalità (θηλ.ουσ)
incravattare (ρ. μτβ.)
incravattarsi (ρ.μ. (αντων.))
increato (επίθ.)
incredibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---