Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorpòreo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkorˈpɔreo]

1 ασώματος
2 πνευματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorporeità incorreggibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)
incostituzionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---