Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorporàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkorpoˈrare]

1 ενοποιώ
2 ενσωματώνω
3 ενώνω σε κοινοπραξία ή καρτέλ
4 συσσωματώνω
5 προσαρτώ
6 συγχωνεύω
7 αναμειγνύω
8 συμπεριλαμβάνω
9 περιλαμβάνω

incorporarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inkorpoˈrarsi]

1 συνενώνομαι
2 ενσωματώνομαι
3 προσαρτώμαι
4 συγχωνεύομαι
5 συσσωματώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorporante incorporato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---