Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόincorporazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkorporatˈtsjone] 1 ενσωμάτωση 2 συγχώνευση 3 προσάρτηση 4 συνένωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |