Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorporazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkorporatˈtsjone]

1 ενσωμάτωση
2 συγχώνευση
3 προσάρτηση
4 συνένωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorporato incorporeità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---