Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorporeità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkorporeiˈta]

αϋλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorporazione incorporeo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)
incorrotto (επίθ.)
incorruttibile (επίθ.)
incorruttibilità (θηλ.ουσ)
incosciente (ουσ αρσ και θηλ.)
incosciente (επίθ.)
incoscienza (θηλ.ουσ)
incostante (επίθ.)
incostanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---