Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incoronàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inkoroˈnare]

1 επιστέφω
2 πλαισιώνω
3 περικυκλώνω
4 στέφω
5 επισφραγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incoronamento incoronazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
incorrettezza (θηλ.ουσ)
incorretto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---