Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incornàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkorˈnata]

χτύπημα με τα κέρατα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incornare incorniciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incorare (ρ. μτβ.)
incordare (ρ. μτβ.)
incordarsi (ρ.μ. (αντων.))
incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)
incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---