Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


incorniciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkorniʧaˈtura]

1 κορνίζα
2 κορνιζάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  incorniciato incoronamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incordatura (θηλ.ουσ)
incornare (ρ. μτβ.)
incornata (θηλ.ουσ)
incorniciare (ρ. μτβ.)
incorniciato (επίθ.)
incorniciatura (θηλ.ουσ)
incoronamento (ουσ αρσ )
incoronare (ρ. μτβ.)
incoronazione (θηλ.ουσ)
incorporamento (ουσ αρσ )
incorporante (επίθ.)
incorporare (ρ. μτβ.)
incorporarsi (ρ.μ. (αντων.))
incorporato (επίθ.)
incorporazione (θηλ.ουσ)
incorporeità (θηλ.ουσ)
incorporeo (επίθ.)
incorreggibile (επίθ.)
incorreggibilità (θηλ.ουσ)
incorrere (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---