Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grìnta (θηλ.ουσ) grommàre (ρ.αμτβ.)
grintaccia (θηλ.ουσ) grommarsi (ρ.μ. (αντων.))
grintóso (επίθ.) grommàto (επίθ.)
grìnza (θηλ.ουσ) grommóso (επίθ.)
grinzóso (επίθ.) gronchio (επίθ.)
grinzùme (ουσ αρσ ) grónda (θηλ.ουσ)
grinzùto (επίθ.) grondàia (θηλ.ουσ)
grippàggio (ουσ αρσ ) grondànte (επίθ.)
grippàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) grondàre (ρ.αμτβ.)
grippàrsi (ρ. μ. αμτβ.) grondàre (ρ. μτβ.)
grìppe (θηλ.ουσ) grondatòio (ουσ αρσ )
grìppia (θηλ.ουσ) grondatùra (θηλ.ουσ)
grippo (ουσ αρσ ) grondóne (ουσ αρσ )
grisàglia (θηλ.ουσ) gróngo (ουσ αρσ )
grisèlla (θηλ.ουσ) gròppa (θηλ.ουσ)
grisetta (θηλ.ουσ) groppàta (θηλ.ουσ)
grisou (ουσ αρσ ) groppièra (θηλ.ουσ)
grissinifìcio (ουσ αρσ ) gróppo, gròppo (ουσ αρσ )
grissìno (ουσ αρσ ) gropponàta (θηλ.ουσ)
grisù (ουσ αρσ ) groppóne (ουσ αρσ )
groenlandése (ουσ αρσ και θηλ.) gropposo (επίθ.)
groenlandése (επίθ.) gros–grain (ουσ αρσ )
Groenlàndia (θηλ.ουσ) gròssa (θηλ.ουσ)
gròlla (θηλ.ουσ) grossàggine (θηλ.ουσ)
grómma (θηλ.ουσ) grossagràna (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: