Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giardinétto (ουσ αρσ ) gigantésco (επίθ.)
giardinièra (θηλ.ουσ) gigantéssa (θηλ.ουσ)
giardinière (ουσ αρσ ) gigantìsmo (ουσ αρσ )
giardìno (ουσ αρσ ) gigantìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giarrettièra (θηλ.ουσ) gigantografìa (θηλ.ουσ)
Giasóne (κύρ.όν. αρσ.) gigantomachìa (θηλ.ουσ)
giaùrro (ουσ αρσ ) gìgaro (ουσ αρσ )
giàva (θηλ.ουσ) gigióne (ουσ αρσ )
giavanése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) gigioneggiàre (ρ.αμτβ.)
giavàzzo (αρσ. επίθ και ουσ) gigionésco (επίθ.)
giavellottìsta (ουσ αρσ και θηλ.) gigionìsmo (ουσ αρσ )
giavellòtto (ουσ αρσ ) gigliàceo (επίθ.)
gìbbo (ουσ αρσ ) gigliàto (αρσ. επίθ και ουσ)
gibbóne (ουσ αρσ ) gìglio (ουσ αρσ )
gibbosità (θηλ.ουσ) gigolette (θηλ.ουσ)
gibbóso (επίθ.) gigolò (ουσ αρσ )
gibèrna (θηλ.ουσ) gìlda (θηλ.ουσ)
gibigiàna (θηλ.ουσ) gilè (ουσ αρσ )
gibigiànna (θηλ.ουσ) gilet (ουσ αρσ )
Gibiltèrra (θηλ.ουσ) gimcàna (θηλ.ουσ)
gìbus (ουσ αρσ ) gimkàna (θηλ.ουσ)
gìga (θηλ.ουσ) gimnospèrme (θηλ. ουσ πληθ.)
gigànte (ουσ αρσ ) gimnòto (ουσ αρσ )
gigànte (επίθ.) gin (ουσ αρσ )
giganteggiàre (ρ.αμτβ.) ginàndro (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: