Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gimnospèrme  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ʤimnosˈpɛrme]

γυμνόσπερμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gimkana gimnoto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gilda (θηλ.ουσ)
gilè (ουσ αρσ )
gilet (ουσ αρσ )
gimcana (θηλ.ουσ)
gimkana (θηλ.ουσ)
gimnosperme (θηλ. ουσ πληθ.)
gimnoto (ουσ αρσ )
gin (ουσ αρσ )
ginandro (επίθ.)
gincana (θηλ.ουσ)
gineceo (ουσ αρσ )
ginecocrazia (θηλ.ουσ)
ginecologia (θηλ.ουσ)
ginecologico (επίθ.)
ginecologo (ουσ αρσ )
ginepraio (ουσ αρσ )
ginepro (ουσ αρσ )
ginestra (θηλ.ουσ)
ginestrella (θηλ.ουσ)
ginestrino (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---