ItalianoGreco


ginecèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤineˈʧɛo]

1 γυναικωνίτης (σε σπίτια αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης)
2 θηλυκό όργανο ή όργανα άνθους
3 ύπερος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---