Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ginecèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤineˈʧɛo]

1 γυναικωνίτης (σε σπίτια αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης)
2 θηλυκό όργανο ή όργανα άνθους
3 ύπερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gincana ginecocrazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gimnosperme (θηλ. ουσ πληθ.)
gimnoto (ουσ αρσ )
gin (ουσ αρσ )
ginandro (επίθ.)
gincana (θηλ.ουσ)
gineceo (ουσ αρσ )
ginecocrazia (θηλ.ουσ)
ginecologia (θηλ.ουσ)
ginecologico (επίθ.)
ginecologo (ουσ αρσ )
ginepraio (ουσ αρσ )
ginepro (ουσ αρσ )
ginestra (θηλ.ουσ)
ginestrella (θηλ.ουσ)
ginestrino (αρσ. επίθ και ουσ)
ginestrone (ουσ αρσ )
Ginevra (θηλ.ουσ)
ginevrino (ουσ αρσ )
ginevrino (επίθ.)
ginger (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---