Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόginevrìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤineˈvrino] κάτοικος Γενεύης ginevrìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤineˈvrino] ο της Γενεύης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |