ItalianoGreco


gingillàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤinʤilˈlare]

1 περιγελώ
2 εμπαίζω
3 κοροὶδεύω

gingillàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤinʤilˈlarsi]

1 χρονοτριβώ
2 χαζεύω (τεμπελιάζω)
3 χασομερώ
4 χουζουρεύω
5 χάνω την ώρα μου
6 χαζολογώ (άσκοπα)
7 πλανιέμαι άσκοπα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---