Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gìnkgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤingo]

φυτό γκίγκο η δίλοβος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gingillone ginnasiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ginger (ουσ αρσ )
gingillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gingillarsi (ρ. μ. αμτβ.)
gingillo (ουσ αρσ )
gingillone (ουσ αρσ )
ginkgo (ουσ αρσ )
ginnasiale (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnasiale (επίθ.)
ginnasio (ουσ αρσ )
ginnasta (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnastica (θηλ.ουσ)
ginnastico (επίθ.)
ginnico (επίθ.)
ginnocarpo (επίθ.)
ginocchiata (θηλ.ουσ)
ginocchiello (ουσ αρσ )
ginocchiera (θηλ.ουσ)
ginocchio (ουσ αρσ )
ginocchioni (επίρ.)
ginseng (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---