Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ginnàsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤinˈnazjo]

1 γυμνάσιο
2 γυμναστήριο κλειστό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ginnasiale ginnasta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gingillo (ουσ αρσ )
gingillone (ουσ αρσ )
ginkgo (ουσ αρσ )
ginnasiale (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnasiale (επίθ.)
ginnasio (ουσ αρσ )
ginnasta (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnastica (θηλ.ουσ)
ginnastico (επίθ.)
ginnico (επίθ.)
ginnocarpo (επίθ.)
ginocchiata (θηλ.ουσ)
ginocchiello (ουσ αρσ )
ginocchiera (θηλ.ουσ)
ginocchio (ουσ αρσ )
ginocchioni (επίρ.)
ginseng (ουσ αρσ )
giobbe (ουσ αρσ )
giocare (ρ.αμτβ.)
giocarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---