Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόginnàstica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤinˈnastika] η γυμναστική permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαginnastica [θηλ.] artistica = ρυθμική γυμναστική || tuta [θηλ.] da ginnastica = η φόρμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |