Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiocatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤokaˈtore] ο παίκτης, η παίκτρια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgiocatore [αρσ.] d'azzardo = ο τζογαδόρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |