Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giocatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤokaˈtore]

ο παίκτης, η παίκτρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giocata giocattolaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


giocatore [αρσ.] d'azzardo = ο τζογαδόρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ginseng (ουσ αρσ )
giobbe (ουσ αρσ )
giocare (ρ.αμτβ.)
giocarsi (ρ.μ. (αντων.))
giocata (θηλ.ουσ)
giocatore (ουσ αρσ )
giocattolaio (ουσ αρσ )
giocattolo (ουσ αρσ )
giocherellare (ρ.αμτβ.)
giocherellone (αρσ. επίθ και ουσ)
giochetto (ουσ αρσ )
gioco (ουσ αρσ )
giocoforza (επίρ.)
giocoliere (ουσ αρσ )
giocondità (θηλ.ουσ)
giocondo (επίθ.)
giocosità (θηλ.ουσ)
giocoso (επίθ.)
giogaia (θηλ.ουσ)
giogo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---