Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiogàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈgaja] 1 διπλοσάγονο (των βοοειδών) 2 οροσειρά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |