Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giòrgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤorʤo]

ο Γιώργος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giorgina giornalaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mi chiamo Giorgio = με λένε Γεώργιος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Gionata (κύρ.όν. αρσ.)
Giordania (κύρ.όν. θηλ.)
giordano (ουσ αρσ )
giordano (επίθ.)
giorgina (θηλ.ουσ)
giorgio (ουσ αρσ )
giornalaio (ουσ αρσ )
giornale (αρσ. επίθ και ουσ)
giornaletto (ουσ αρσ )
giornaliero (ουσ αρσ )
giornaliero (επίθ.)
giornalino (ουσ αρσ )
giornalismo (ουσ αρσ )
giornalista (ουσ αρσ και θηλ.)
giornalistico (επίθ.)
giornalmastro (ουσ αρσ )
giornalmente (επίρ.)
giornante (ουσ αρσ και θηλ.)
giornata (θηλ.ουσ)
giorno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---