Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giornànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤorˈnante]

1 παραδουλεύτρα
2 καθαρίστρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giornalmente giornata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giornalismo (ουσ αρσ )
giornalista (ουσ αρσ και θηλ.)
giornalistico (επίθ.)
giornalmastro (ουσ αρσ )
giornalmente (επίρ.)
giornante (ουσ αρσ και θηλ.)
giornata (θηλ.ουσ)
giorno (ουσ αρσ )
giostra (θηλ.ουσ)
giostrante (αρσ. επίθ και ουσ)
giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )
giottesco (ουσ αρσ )
giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---