Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gióvane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤovane]

ο νέος (-α)

gióvane  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤovane]

νέος (-α, -ο), νιός (-ά, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giovamento giovanetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )
giottesco (ουσ αρσ )
giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)
Giovanna (κύρ.όν. θηλ.)
giovanneo (επίθ.)
Giovanni (ουσ αρσ )
giovanotto (ουσ αρσ )
giovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giovarsi (ρ.μ. (αντων.))
Giove (ουσ αρσ )
giovedì (ουσ αρσ )
giovenca (θηλ.ουσ)
giovenco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---