Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiovaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤovaˈmento] 1 κέρδος 2 όφελος 3 επικουρία 4 βελτίωση 5 ατού 6 ενίσχυση 7 πλεονέκτημα 8 προβάδισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |