Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giottésco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤotˈtesko]

μαθητής ή οπαδός του Τζιότο

giottésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤotˈtesko]

χαρακτηριστικός του ζωγράφου Τζιότο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giostratore giovamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giorno (ουσ αρσ )
giostra (θηλ.ουσ)
giostrante (αρσ. επίθ και ουσ)
giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )
giottesco (ουσ αρσ )
giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)
Giovanna (κύρ.όν. θηλ.)
giovanneo (επίθ.)
Giovanni (ουσ αρσ )
giovanotto (ουσ αρσ )
giovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giovarsi (ρ.μ. (αντων.))
Giove (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---