Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giórno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤorno]

η μέρα, η ημέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giornata giostra  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare giorno = φέγγει || giorni fa = προ ημερών || giorno [αρσ.] del giudizio = η Δεύτερα Παρουσία || giorno [αρσ.] feriale = η εργάσιμη ημέρα || giorno [αρσ.] lavorativo = η εργάσιμη ημέρα || in pieno giorno = μέρα μεσημέρι || ordine [αρσ.] del giorno = η ημερήσια διάταξη || un giorno [αρσ.] sì e uno no = μέρα παρά μέρα || vestiti [αρσ. πλυθ.] di tutti i giorni = τα πρόχειρα ρούχα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giornalistico (επίθ.)
giornalmastro (ουσ αρσ )
giornalmente (επίρ.)
giornante (ουσ αρσ και θηλ.)
giornata (θηλ.ουσ)
giorno (ουσ αρσ )
giostra (θηλ.ουσ)
giostrante (αρσ. επίθ και ουσ)
giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )
giottesco (ουσ αρσ )
giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)
Giovanna (κύρ.όν. θηλ.)
giovanneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---