Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giovanétto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤovaˈnetto]

1 αγόρι
2 έφηβος
3 νεαρός
4 νεαρούλης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giovanetta giovanile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)
Giovanna (κύρ.όν. θηλ.)
giovanneo (επίθ.)
Giovanni (ουσ αρσ )
giovanotto (ουσ αρσ )
giovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giovarsi (ρ.μ. (αντων.))
Giove (ουσ αρσ )
giovedì (ουσ αρσ )
giovenca (θηλ.ουσ)
giovenco (ουσ αρσ )
gioventù (θηλ.ουσ)
giovevole (επίθ.)
gioviale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---