Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giovévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈvevole]

1 καλός
2 προνομιούχος
3 χρήσιμος
4 ευεργετικός
5 ωφέλιμος
6 πλεονεκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gioventù gioviale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Giove (ουσ αρσ )
giovedì (ουσ αρσ )
giovenca (θηλ.ουσ)
giovenco (ουσ αρσ )
gioventù (θηλ.ουσ)
giovevole (επίθ.)
gioviale (επίθ.)
giovialità (θηλ.ουσ)
giovialone (ουσ αρσ )
giovinastro (ουσ αρσ )
giovincello (ουσ αρσ )
giovinezza (θηλ.ουσ)
gipaeto (ουσ αρσ )
gipeto (ουσ αρσ )
gippone (ουσ αρσ )
gipsoteca (θηλ.ουσ)
girabacchino (ουσ αρσ )
girabecchino (ουσ αρσ )
girabile (επίθ.)
giradischi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---