Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


girabacchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤirabakˈkino]

1 αορτήρας
2 αορτήρας και χαλινάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gipsoteca girabecchino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giovinezza (θηλ.ουσ)
gipaeto (ουσ αρσ )
gipeto (ουσ αρσ )
gippone (ουσ αρσ )
gipsoteca (θηλ.ουσ)
girabacchino (ουσ αρσ )
girabecchino (ουσ αρσ )
girabile (επίθ.)
giradischi (ουσ αρσ )
giradito (ουσ αρσ )
giraffa (θηλ.ουσ)
giraffista (ουσ αρσ και θηλ.)
girafiliere (ουσ αρσ )
giramaschio (ουσ αρσ )
giramento (ουσ αρσ )
giramondo (ουσ αρσ και θηλ.)
girandola (θηλ.ουσ)
girandolare (ρ.αμτβ.)
girandolone (ουσ αρσ )
girandoloni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---