Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


girandolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤirandoˈlare]

1 χαζεύω
2 σουλατσάρω
3 σεργιανίζω
4 περιδιαβάζω
5 χαζολογάω
6 βολτάρω
7 τριγυρίζω
8 περιφέρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  girandola girandolone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

girafiliere (ουσ αρσ )
giramaschio (ουσ αρσ )
giramento (ουσ αρσ )
giramondo (ουσ αρσ και θηλ.)
girandola (θηλ.ουσ)
girandolare (ρ.αμτβ.)
girandolone (ουσ αρσ )
girandoloni (επίρ.)
girante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
girare (ρ.αμτβ.)
girare (ρ. μτβ.)
girarsi (ρ.μ. (αντων.))
girarrosto (ουσ αρσ )
girasole (ουσ αρσ )
girata (θηλ.ουσ)
giratario (ουσ αρσ )
giratorio (επίθ.)
giratubi (ουσ αρσ )
giravite (ουσ αρσ )
giravolta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---