Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrare]

γυρίζω, στρέφω

giràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrare]

1 γυρίζω
2 (assegno) οπισθογραφώ

girarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrarsi]

γυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  girante girarrosto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

girandola (θηλ.ουσ)
girandolare (ρ.αμτβ.)
girandolone (ουσ αρσ )
girandoloni (επίρ.)
girante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
girare (ρ.αμτβ.)
girare (ρ. μτβ.)
girarsi (ρ.μ. (αντων.))
girarrosto (ουσ αρσ )
girasole (ουσ αρσ )
girata (θηλ.ουσ)
giratario (ουσ αρσ )
giratorio (επίθ.)
giratubi (ουσ αρσ )
giravite (ουσ αρσ )
giravolta (θηλ.ουσ)
girella (ουσ αρσ και θηλ.)
girellare (ρ.αμτβ.)
girello (ουσ αρσ )
girellone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---