Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


girèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɛllo]

1 κρέας από στρογγυλό μπουτιού
2 καρδιά της αγκινάρας
3 περπατήστρα (για μωρά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  girellare girellone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giratubi (ουσ αρσ )
giravite (ουσ αρσ )
giravolta (θηλ.ουσ)
girella (ουσ αρσ και θηλ.)
girellare (ρ.αμτβ.)
girello (ουσ αρσ )
girellone (ουσ αρσ )
giretto (ουσ αρσ )
girevole (επίθ.)
girfalco (ουσ αρσ )
girifalco (ουσ αρσ )
girigogolo (ουσ αρσ )
girino (ουσ αρσ )
giro (ουσ αρσ )
girobussola (θηλ.ουσ)
girocollo (ουσ αρσ )
giroconto (ουσ αρσ )
girofrequenza (θηλ.ουσ)
girometro (ουσ αρσ )
girone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---