Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giròmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈrɔmetro]

γυροσκόπιο μεταβολής ρυθμού κίνησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  girofrequenza girone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giro (ουσ αρσ )
girobussola (θηλ.ουσ)
girocollo (ουσ αρσ )
giroconto (ουσ αρσ )
girofrequenza (θηλ.ουσ)
girometro (ουσ αρσ )
girone (ουσ αρσ )
gironzolare (ρ.αμτβ.)
giropilota (ουσ αρσ )
giroplano (ουσ αρσ )
giroscopico (επίθ.)
giroscopio (ουσ αρσ )
girostabilizzatore (ουσ αρσ )
girostatico (επίθ.)
girostato (ουσ αρσ )
girotondo (ουσ αρσ )
girovagare (ρ.αμτβ.)
girovago (ουσ αρσ )
girovago (επίθ.)
gita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---