Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤiro] 1 ο γύρος 2 (passeggiata) η βόλτα 3 (escursione) περιήγηση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαc'è in giro l'influenza = σέρνεται γρίπη || essere su di giri = έρχομαι στο κέφι || prendere in giro = πέρνω το ψιλό, κοροϊδεύω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |