Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤiro]

1 ο γύρος
2 (passeggiata) η βόλτα
3 (escursione) περιήγηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  girino girobussola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


c'è in giro l'influenza = σέρνεται γρίπη || essere su di giri = έρχομαι στο κέφι || prendere in giro = πέρνω το ψιλό, κοροϊδεύω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

girevole (επίθ.)
girfalco (ουσ αρσ )
girifalco (ουσ αρσ )
girigogolo (ουσ αρσ )
girino (ουσ αρσ )
giro (ουσ αρσ )
girobussola (θηλ.ουσ)
girocollo (ουσ αρσ )
giroconto (ουσ αρσ )
girofrequenza (θηλ.ουσ)
girometro (ουσ αρσ )
girone (ουσ αρσ )
gironzolare (ρ.αμτβ.)
giropilota (ουσ αρσ )
giroplano (ουσ αρσ )
giroscopico (επίθ.)
giroscopio (ουσ αρσ )
girostabilizzatore (ουσ αρσ )
girostatico (επίθ.)
girostato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---