Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgirocòllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ʤiroˈkɔllo] το ζιβάγκο, το στρογγιλό ωτεκολτέ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmaglia [θηλ.] a girocollo = η μπλούζα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |