Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiraˈmento]

1 στριφογύρισμα
2 περιστροφή
3 περιφορά
4 στροφή
5 γύρισμα
6 περιδίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giramaschio giramondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giradito (ουσ αρσ )
giraffa (θηλ.ουσ)
giraffista (ουσ αρσ και θηλ.)
girafiliere (ουσ αρσ )
giramaschio (ουσ αρσ )
giramento (ουσ αρσ )
giramondo (ουσ αρσ και θηλ.)
girandola (θηλ.ουσ)
girandolare (ρ.αμτβ.)
girandolone (ουσ αρσ )
girandoloni (επίρ.)
girante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
girare (ρ.αμτβ.)
girare (ρ. μτβ.)
girarsi (ρ.μ. (αντων.))
girarrosto (ουσ αρσ )
girasole (ουσ αρσ )
girata (θηλ.ουσ)
giratario (ουσ αρσ )
giratorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---