Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gipsotèca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤipsoˈtɛka]

συλλογή (γκαλερί) με γύψινα αντίγραφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gippone girabacchino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giovincello (ουσ αρσ )
giovinezza (θηλ.ουσ)
gipaeto (ουσ αρσ )
gipeto (ουσ αρσ )
gippone (ουσ αρσ )
gipsoteca (θηλ.ουσ)
girabacchino (ουσ αρσ )
girabecchino (ουσ αρσ )
girabile (επίθ.)
giradischi (ουσ αρσ )
giradito (ουσ αρσ )
giraffa (θηλ.ουσ)
giraffista (ουσ αρσ και θηλ.)
girafiliere (ουσ αρσ )
giramaschio (ουσ αρσ )
giramento (ουσ αρσ )
giramondo (ουσ αρσ και θηλ.)
girandola (θηλ.ουσ)
girandolare (ρ.αμτβ.)
girandolone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---