Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giostràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤosˈtrare]

1 κουμαντάρω
2 κονταρομαχώ
3 κονταροχτυπιέμαι
4 καταφέρνω
5 καταφέρνω με τέχνασμα
6 κάνω κινήσεις τακτικής
7 καταφέρνω λόγω καλής τακτικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giostrante giostratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giornante (ουσ αρσ και θηλ.)
giornata (θηλ.ουσ)
giorno (ουσ αρσ )
giostra (θηλ.ουσ)
giostrante (αρσ. επίθ και ουσ)
giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )
giottesco (ουσ αρσ )
giottesco (επίθ.)
giovamento (ουσ αρσ )
giovane (ουσ αρσ και θηλ.)
giovane (επίθ.)
giovanetta (θηλ.ουσ)
giovanetto (αρσ. επίθ και ουσ)
giovanile (επίθ.)
Giovanna (κύρ.όν. θηλ.)
giovanneo (επίθ.)
Giovanni (ουσ αρσ )
giovanotto (ουσ αρσ )
giovare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---