Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiornalièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤornaˈljɛro] ημερομίσθιος εργάτης giornalièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤornaˈljɛro] ημερήσιος, καθημερινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |