Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giornalièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤornaˈljɛro]

ημερομίσθιος εργάτης

giornalièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤornaˈljɛro]

ημερήσιος, καθημερινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giornaletto giornalino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giorgina (θηλ.ουσ)
giorgio (ουσ αρσ )
giornalaio (ουσ αρσ )
giornale (αρσ. επίθ και ουσ)
giornaletto (ουσ αρσ )
giornaliero (ουσ αρσ )
giornaliero (επίθ.)
giornalino (ουσ αρσ )
giornalismo (ουσ αρσ )
giornalista (ουσ αρσ και θηλ.)
giornalistico (επίθ.)
giornalmastro (ουσ αρσ )
giornalmente (επίρ.)
giornante (ουσ αρσ και θηλ.)
giornata (θηλ.ουσ)
giorno (ουσ αρσ )
giostra (θηλ.ουσ)
giostrante (αρσ. επίθ και ουσ)
giostrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
giostratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---