Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giocóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈkoso], [ʤoˈkozo]

1 χαρούμενος
2 φιλοπαίγμων
3 χιουμοριστικός
4 φαιδρός
5 κεφάτος
6 καλαμπουρτζής
7 ευθυμολόγος
8 καλοδιάθετος
9 παιχνιδιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giocosità giogaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giocoforza (επίρ.)
giocoliere (ουσ αρσ )
giocondità (θηλ.ουσ)
giocondo (επίθ.)
giocosità (θηλ.ουσ)
giocoso (επίθ.)
giogaia (θηλ.ουσ)
giogo (ουσ αρσ )
gioia (θηλ.ουσ)
gioielleria (θηλ.ουσ)
gioielliere (ουσ αρσ )
gioiello (ουσ αρσ )
gioioso (επίθ.)
gioire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Giona (κύρ.όν. αρσ.)
Gionata (κύρ.όν. αρσ.)
Giordania (κύρ.όν. θηλ.)
giordano (ουσ αρσ )
giordano (επίθ.)
giorgina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---