Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gioièllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈjɛllo]

το κόσμημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gioielliere gioioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giogaia (θηλ.ουσ)
giogo (ουσ αρσ )
gioia (θηλ.ουσ)
gioielleria (θηλ.ουσ)
gioielliere (ουσ αρσ )
gioiello (ουσ αρσ )
gioioso (επίθ.)
gioire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Giona (κύρ.όν. αρσ.)
Gionata (κύρ.όν. αρσ.)
Giordania (κύρ.όν. θηλ.)
giordano (ουσ αρσ )
giordano (επίθ.)
giorgina (θηλ.ουσ)
giorgio (ουσ αρσ )
giornalaio (ουσ αρσ )
giornale (αρσ. επίθ και ουσ)
giornaletto (ουσ αρσ )
giornaliero (ουσ αρσ )
giornaliero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---