Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiocattolàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤokattoˈlajo] 1 κατασκευαστής παιχνιδιών 2 μαγαζάτορας που πουλά παιχνίδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |