Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiochétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈketto] 1 παιδικό παιχνίδι 2 κόλπο 3 τρικ 4 αστείο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |