Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiocàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈkare] παίζω giocarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ʤoˈkarsi] 1 ποντάρω 2 στοιχηματίζω 3 χάνω 4 περιγελώ κάποιον 5 χάνω στη χαρτοπαιξία ή τον τζόγο 6 δουλεύω κάποιον 7 τζογάρω 8 παίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |