Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ginocchiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤinokˈkjata]

γονατιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ginnocarpo ginocchiello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ginnasta (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnastica (θηλ.ουσ)
ginnastico (επίθ.)
ginnico (επίθ.)
ginnocarpo (επίθ.)
ginocchiata (θηλ.ουσ)
ginocchiello (ουσ αρσ )
ginocchiera (θηλ.ουσ)
ginocchio (ουσ αρσ )
ginocchioni (επίρ.)
ginseng (ουσ αρσ )
giobbe (ουσ αρσ )
giocare (ρ.αμτβ.)
giocarsi (ρ.μ. (αντων.))
giocata (θηλ.ουσ)
giocatore (ουσ αρσ )
giocattolaio (ουσ αρσ )
giocattolo (ουσ αρσ )
giocherellare (ρ.αμτβ.)
giocherellone (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---