Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόginocchièllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤinokˈkjɛllo] 1 επιγονάτιο 2 μπούτι γουρουνιού 3 επιγονατίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |