Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ginestrèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤinesˈtrɛlla]

θάμνος Genista tinctoria (γενίστη η βαφική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ginestra ginestrino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ginecologico (επίθ.)
ginecologo (ουσ αρσ )
ginepraio (ουσ αρσ )
ginepro (ουσ αρσ )
ginestra (θηλ.ουσ)
ginestrella (θηλ.ουσ)
ginestrino (αρσ. επίθ και ουσ)
ginestrone (ουσ αρσ )
Ginevra (θηλ.ουσ)
ginevrino (ουσ αρσ )
ginevrino (επίθ.)
ginger (ουσ αρσ )
gingillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gingillarsi (ρ. μ. αμτβ.)
gingillo (ουσ αρσ )
gingillone (ουσ αρσ )
ginkgo (ουσ αρσ )
ginnasiale (ουσ αρσ και θηλ.)
ginnasiale (επίθ.)
ginnasio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---