ItalianoGreco


ginepràio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤineˈprajo]

1 δύσκολη θέση
2 θαμνώνας από δέντρα γένους juniper
3 στρίμωγμα (οικονομικό ή άλλο)
4 θέση αμηχανίας
5 θέση δυσκολίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---