Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgigolette
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʒigoˈlɛt] 1 ωραία αλλά άμυαλη γκόμενα 2 γκόμενα 3 φιλενάδα γκάνγκστερ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |