Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gigliàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiʎˈʎato]

1 κρινένιος (εραλδική)
2 που φέρει τυπωμένα κρίνα (για χαρτονομίσματα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gigliaceo giglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gigione (ουσ αρσ )
gigioneggiare (ρ.αμτβ.)
gigionesco (επίθ.)
gigionismo (ουσ αρσ )
gigliaceo (επίθ.)
gigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
giglio (ουσ αρσ )
gigolette (θηλ.ουσ)
gigolò (ουσ αρσ )
gilda (θηλ.ουσ)
gilè (ουσ αρσ )
gilet (ουσ αρσ )
gimcana (θηλ.ουσ)
gimkana (θηλ.ουσ)
gimnosperme (θηλ. ουσ πληθ.)
gimnoto (ουσ αρσ )
gin (ουσ αρσ )
ginandro (επίθ.)
gincana (θηλ.ουσ)
gineceo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---