Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgigliàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ʤiʎˈʎato] 1 κρινένιος (εραλδική) 2 που φέρει τυπωμένα κρίνα (για χαρτονομίσματα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |