Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gigióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈʤone]

ηθοποιός υπερβολικά θεατρίνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gigaro gigioneggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gigantismo (ουσ αρσ )
gigantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gigantografia (θηλ.ουσ)
gigantomachia (θηλ.ουσ)
gigaro (ουσ αρσ )
gigione (ουσ αρσ )
gigioneggiare (ρ.αμτβ.)
gigionesco (επίθ.)
gigionismo (ουσ αρσ )
gigliaceo (επίθ.)
gigliato (αρσ. επίθ και ουσ)
giglio (ουσ αρσ )
gigolette (θηλ.ουσ)
gigolò (ουσ αρσ )
gilda (θηλ.ουσ)
gilè (ουσ αρσ )
gilet (ουσ αρσ )
gimcana (θηλ.ουσ)
gimkana (θηλ.ουσ)
gimnosperme (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---